ρέμπελος

ρέμπελος
-η, -ο, Ν
1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος
2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε
3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί
4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι»)
5. αυτός που η ηθική του ζωή δεν είναι άμεμπτη («ρέμπελη γυναίκα»)
6. το αρσ. ως ουσ. ο ρέμπελος
επαναστάτης, αντάρτης
7. το ουδ. ως ουσ. το ρέμπελο
επανάσταση, κατάσταση ανταρσίας
8. φρ. «ρέμπελο ασκέρι»
α) όχλος, πλήθος ατάκτων
β) μτφ. τεμπέληδες, ακαμάτηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. rebelo. Η λ. με αρχική σημ. «αντάρτης, ανυπότακτος, επαναστάτης» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «άτακτος, αλήτης, άσκοπος, ακατάστατος» απ' όπου «τεμπέλης, ακαμάτης, αργόσχολος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρέμπελος — η, ο (λ. ιταλ.), αυτός που ανήκει σε αντάρτικη ομάδα, ο ανυπόταχτος, ο αργόσχολος: Σε όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος ρέμπελος· το αρσ. ως ουσ., ρέμπελος, ο ο αντάρτης: Τον κατηγόρησαν κι αυτόν πως ήταν με τους ρέμπελους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμπελεύω — Ν [ρέμπελος] 1. είμαι αργόσχολος, τεμπελιάζω 2. αλητεύω 3. γίνομαι ρέμπελος, επαναστατώ …   Dictionary of Greek

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

  • ρεμπελιό — το, Ν 1. εξέγερση εναντίον μια αρχής, ανταρσία (α. «το ρεμπελιό τών ποπολάρων» λαϊκή εξέγερση τών κατοίκων τής Ζακύνθου κατά τών ευγενών το 1628 β. «το ρεμπελιό τής Σμύρνης» σφαγή που διενεργήθηκε το 1797 στη Σμύρνη από τους γενίτσαρους) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… …   Dictionary of Greek

  • Μπαστιάς, Κωστής — (Σύρος 1901 – Αθήνα 1973). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άρχισε να δημοσιογραφεί από το 1919 ως συντάκτης της Ακρόπολης και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Δημοκρατία, Εσπέρα, Ελεύθερος… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμπελεύω — εψα, είμαι ή γίνομαι ρέμπελος, αργόσχολος, ανυπόταχτος: Ο γιος του, αντίνα σπουδάζει, ρεμπέλευε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”